érudition - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

érudition - translation to Αγγλικά


avec érudition      
eruditely
érudit      
erudite, learned
érudition         
n. erudition, scholarship, learning

Ορισμός

Erudition
·noun The act of instructing; the result of thorough instruction; the state of being erudite or learned; the acquisitions gained by extensive reading or study; particularly, learning in literature or criticism, as distinct from the sciences; scholarship.

Βικιπαίδεια

Érudition
thumb|Un chercheur érudit.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για érudition
1. Rechercher, palabrer, poursuivre un idéal.» Il en parle fiévreusement, avec érudition et poésie.
2. Passionné de rugby, l‘historien et journaliste français Jean Lacouture partage son érudition ŕ la veille du Mondial.
3. Sans doute grâce ŕ une culture doublée d‘une érudition musicale que les deux autres n‘ont jamais eue.
4. C’est un métier, je n’ai pas appris, il faut une érudition que je n’ai pas.» (photo: © Bertrand Cottet) PRIX.
5. Les rares participants ont palpité au contact de cette érudition exaltée de Bouziane Ben Achour et Ahmed Cheniki.